- ἐνσωρεύω
- ἐνσωρεύω,A heap on or in, τῷ κολπώματι χρυσόν Sch.Pi.P.7Intr.:— [voice] Pass., σῖτος εἰς τὰ δώματ' -εύεται [Emp.]Sphaer.123.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ενσωρεύω — (AM ἐνσωρεύω) [σωρεύω] σωρεύω μέσα σε κάτι, συσσωρεύω αρχ. παθ. ἐνσωρεύομαι (για πλήθος) συρρέω, μαζεύομαι … Dictionary of Greek
ἐνσωρεύειν — ἐνσωρεύω heap on pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνσωρεύεται — ἐνσωρεύω heap on pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνσωρεύων — ἐνσωρεύω heap on pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)